Ονειρωδία 6: Η Βασίλισσα σπαθί
- Ατίθασος Τράγος
- Jun 2, 2020
- 2 min read

Όπως κοιτάζω τα μάτια μου να με κοιτούν μέσα απ’ το καθρέφτισμα του λιπαρού σκότους, ακούω το γέλιο του μέσα στο κεφάλι μου και αντιλαμβάνομαι την παρουσία του με το μάτι του μυαλού μου.
«Δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου», μου ψιθυρίζει ο Ερμής, κι εγώ αναρωτιέμαι αν υπάρχει πιο όμορφος παράδεισος απ’ την ανυπαρξία.
Δυο ζευγάρια χέρια με σηκώνουν, με ξεπλένουν και με τυλίγουν σ’ ένα ύφασμα. Τους παρακολουθώ ανεβασμένος στην αιωνόβια ελιά, αλλά κι αυτή μοιάζει φτιαγμένη από τις ίνες των ονείρων, όπως το σκοινί που έχει πιαστεί ο Πτηνοπέδιλος και ψυχαγωγείται με το θέαμα που εκτυλίσσεται από κάτω.
Με φορτώνουν σ’ ένα αυτοκίνητο κι αποχωρούν.
«Έλα τραγί, πάμε. Σε ζητά η Μητέρα», είπε ο Ερμής κι άρχισε να σκαρφαλώνει το σκοινί, στερεωμένο στα χρωματισμένα σύννεφα απ’ την ανατολή του ήλιου. Τον ακολούθησα.
Διασχίσαμε τα σύννεφα και βρεθήκαμε σε καταπράσινο απ’ την άνοιξη βουνό, γεμάτο ήχους από τρεχούμενα νερά, ζουζούνια και πουλιά. Πετάξαμε πάνω απ’ τα κρυστάλλινα νερά της Στυμφαλίας και φτάσαμε έξω απ’ την σπηλιά της Μαίας. Στο χέρι μου ακόμα κρατώ τις ίνες του ονείρου.
«Θ’ ανταμώσουμε ξανά Τράγε, πέρασε μέσα», είπε κι όψη του χάθηκε πολύ πριν σβήσει το τρελό του γέλιο.
Η πύλη της σπηλιάς ήταν καλυμμένη από ένα πυκνό πλέγμα λαδανιάς που υποχώρησε στο άγγιγμά μου, φανερώνοντας το φωτεινό εσωτερικό της. Μια μαύρη μούσα χόρευε γύρω από την ψηλή φωτιά και στην σκέψη μου πως αυτή είναι δεν η Μαία, σήκωσε αργά τα χέρια της προς την ανοιχτή σκεπή. Το λυγερό κορμί της ακολούθησε σαν φίδι που σηκώνεται αργά, ζυγίζοντας το θύμα.
«Έλα κοντά μου, Τράγε», είπε με σίγουρη φωνή και μάτια που ξεχειλίζουν αποπλάνηση.
«ήρθα για τη Μητέρα», δήλωσα ψυχρά, χωρίς να κινηθώ, κι όμως ανήμπορος να κρύψω την έξαψη που πρόδιδε το πρόσωπό μου.
«Μου ζήτησε να σου κρατήσω συντροφιά μέχρι να δύσει ο ήλιος».
Η πλανεύτρα χόρεψε, κόλλησε στο σώμα μου, τα χέρια της ταξίδεψαν στο δάσος που στέκει περήφανα η ράβδος και η ανάσα της καυτή στο πρόσωπό μου, ψιθύρισε απαγορευμένα λόγια.
Παραδόθηκα.

Όταν έφτασε το σούρουπο, με είχε πια στραγγίξει. Δεν έμεινε στάλα από συναίσθημα και ενέργεια, καμιά σκέψη στο μυαλό παρά η εικόνα της φωτιάς να με καλεί για ύπνο.Η Βασίλισσα σπαθί, η μαύρη μούσα, η πλανεύτρα του Ερμή, μάζεψε την ανάμνησή μου σ' ένα σκαλισμένο κέρατο και το τύλιξε στις ίνες του ονείρου. Το ακούμπησε στο μαρμάρινο περβάζι μαζί με τ' άλλα τρόπαια, τίμια κερδισμένα, στιγμές θεϊκής υπεροχής.
Κοιμήθηκα
Comments