Ονειρωδία: 3. Η Ιππότης δίσκος
- Ατίθασος Τράγος
- May 14, 2020
- 2 min read
Updated: May 16, 2020

Κατσίκι που τρέχει στην έρημο. Τη μια είναι γίδα, την άλλη τράγος, όπως η έρημος, σαν θάλασσα, όλο αλλάζει μια ίδια μένει. Τρέχω το δρόμο μου νηστικός και διψασμένος. Μόνο η φωτιά της γης με ωθεί να φτάσω στην αλλαγή. Το νερό μου εξατμίστηκε, έγινε αέρας και τώρα βαραίνω. Όσο προχωρώ το σχήμα μου γίνεται συγκεκριμένο και την ορμή μου αντικαθιστά η σκέψη πως χρειάζομαι ένα θαύμα για να επιβιώσω. Όπως η πραγματικότητα εναλλάσσεται με τις παραισθήσεις, κάπου από μακριά πιάνω μια μυρωδιά, τη δροσιά της βλάστησης. Προς την κατεύθυνση της οσμής αχνοφαίνεται μια μαυροπράσινη κηλίδα. Αν είναι το θαύμα που ζήτησα, χρειάζομαι μια στρατηγική για να σωθώ αλλά το μόνο σχέδιο είναι να συνεχίσω να βαδίζω εμπρός. Κι έτσι σέρνω τις οπλές μου στην άμμο μέχρι που…
Κοιμήθηκα.
Το βουητό της μέλισσας, ο ήχος των φύλλων στο χάδι του αέρα, το μαλακό σαν στρώμα γεμάτο χόρτο έδαφος κι η δροσιά της υγρασίας στη γούνα μου δεν με αφήνουν να ξυπνήσω… θέλω λίγο ακόμα. Σιγά σιγά, η επαναφορά της συνείδησης, το ανοιγόκλεισμα των ματιών, το σώμα μου που τεντώνεται και σηκώνομαι. Ακούω καλπασμό, χλιμίντρισμα αλόγου. Τεντώνω το λαιμό πάνω από τους θάμνους για να δω. Μια τζόκεϊ καβάλα στο καφέ της άλογο, ακίνητοι κι οι δυο σε περισυλλογή σαν ένα πλάσμα, σαν κένταυρος.
«Πού βρίσκομαι;» ρωτάω. «Στην αυτοσχέδια πίστα μου, εδώ που κάθε μέρα προπονούμαι». «Μα είσαι ακίνητη, τι είδους άσκηση είναι αυτή;» «Προετοιμάζομαι. Βλέπεις τα εμπόδια που δημιουργεί η βλάστηση; Το σκηνικό κάθε μέρα λίγο αλλάζει. Πριν την κούρσα προετοιμάζομαι, καταστρώνω το σχέδιό μου, τη διαδρομή μου. Μόλις την τρέξω ολόκληρη στο μυαλό μου, είμαι έτοιμη να ξεκινήσω», είπε γυρίζοντας το κεφάλι της ξανά εμπρός κι επέστρεψε στην περισυλλογή της. Έμεινα να την κοιτάζω με αγωνία και ανυπομονησία… και τώρα επιθυμία γιατί θέλω να τρέξω κι εγώ μαζί της.

«Εντάξει», λέει εκείνη. «Σήμερα θα το κάνουμε μαζί», συνεχίζει, διαβάζοντας την σκέψη μου, και προλαβαίνοντας την αμφιβολία μου, συμπληρώνει, «Θα σε καθοδηγήσω». Πήδηξε πάνω μου, με αγκάλιασε σφιχτά με τα πόδια της κι άρπαξε γερά τα κέρατά μου. Με ένα χτύπημα στα πλευρά μου δίνει το σήμα και τρέχω. Είμαι μόνο σώμα κι εκείνη το μυαλό που το καθοδηγεί. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ, πηδάμε εμπόδια, θάμνους, πεσμένα δέντρα, ρυάκια, μια πυραμίδα, τον ήλιο που δύει. Πατάω γερά στο έδαφος και κάνω το τελικό σάλτο να περάσουμε πάνω απ’ την ανατέλουσα πανσέληνο . Κι εκείνη μεγαλώνει, και μεγαλώνει, κι έρχεται πιο κοντά και πιάνομαι στο βαρυτικό της πεδίο, και πέφτω, πέφτω…
Πέφτω στο γκρίζο πρόσωπό της για τόση ώρα που… χάνομαι, ονειρεύομαι, σαν να κοιμάμαι πάλι.
Comments