top of page

Δέκατη τρίτη

  • Writer: Ατίθασος Τράγος
    Ατίθασος Τράγος
  • Dec 3, 2019
  • 1 min read

Updated: Dec 4, 2019



Συναντηθήκαμε πρωί. Ερχόμουν με τον ήλιο απ' την ανατολή κι εσύ απ' τη δύση. Η σιδερένια πανοπλία σου άστραφτε στο φως. Με το χέρι σκέπασες τα μάτια απ' την αντηλιά. Χαμήλωσες το ξίφος κι ήρθες πιο κοντά.


Στέκομαι ακάλυπτος μπροστά σου, χωρίς σπαθί κι αρματωσιά. Χωρίς ένα ρούχο. Φοράω μόνο δώδεκα περήφανες ουλές, απ' τις μάχες που πήγα γυμνός μα βγήκα ζωντανός. Δειλά απλώνεις το χέρι και μ' αγγίζεις. Το γάντι, κρύο μέταλλο στη χαραγμένη σάρκα.



Βγάζεις την κάσκα και με φιλάς. Ανταποδίδω. Πιάνω τη θωράκιση και την ξεκουμπώνω. Τινάζεσαι πίσω και με το ξίφος σου με σημαδεύεις στην καρδιά, μου τρυπάς το δέρμα και μια σταγόνα αίμα κυλά. Την κοιτώ και σου χαμογελώ! Σαστισμένη, ακίνητη κι ιδρώτας κυλάει στο προσωπό σου.

Σου λέω: Πέτα τα σίδερα, δείξε μου τα σημάδια σου, να τα φιλήσω, να κάνουμε έρωτα εδώ. Εξοργίζεσαι και κάνεις να με καρφώσεις. Σηκώνω τα χέρια σαν σταυρωμένος, γελάω δυνατά! Ο φόβος σε κυρίευσε και πάλι, αυτά είναι άγνωστα νερά, αυτό δεν θα τελειώσει με το ξίφος σου χωμένο στο κορμί μου. Ταραγμένη, μου χαράζεις τα πλευρά, γυρίζεις την πλάτη και τρέχεις μακριά.

Σου φωνάζω: Φοβάσαι, γιατί μπορώ το ξίφος σου εναντίον σου να στρέψω. Γιατί μπορώ να σ' ερωτευτώ.




Comments


Post: Blog2_Post

©2019-2020 by Ατίθασος Τράγος

bottom of page