Αποπομπή - κεφ. 1-1
- Ατίθασος Τράγος
- Nov 12, 2019
- 3 min read
Updated: Dec 4, 2019

Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι εμείς ακόμα βρισκόμασταν στο δάσος. Ο Γεροτράγος, χωρίς να σταματήσει, μουρμούρισε, όσο δυνατά χρειαζόταν για να τον ακούσω. “Έχουμε δυόμιση – τρεις ώρες κατέβασμα μέχρι το Θυμάρι. Ατίθασε, σου μυρίζουν οι συκιές;” “ Ναι Γεροτράγε”, απάντησα. “Από νοτιοανατολικά έρχεται η μυρωδιά. Ο Γεροτράγος βέλαξε με ικανοποίηση και με κοίταξε με βλέμμα επιδοκιμασίας. “Δείξε το δρόμο νεαρέ”, είπε.
Το χώμα ήταν νωπό και μυρωδάτο απ' την πρωινή βροχή. Στεγνά ξύλα βρήκαμε σε μια εγκαταλειμμένη φωλιά αρκούδας. Κάτσαμε δίπλα δίπλα κι απολαμβάναμε τη φωτιά και τα σύκα. Ο Γεροτράγος δεν μιλούσε, ούτε κι εγώ. Όταν είναι έτσι σοβαρός κι αμίλητος, έχω μάθει να σιωπώ. Μια φορά έκανα το λάθος να διακόψω την περισυλλογή του και μου έριξε εκείνο το βλέμμα που δε θα ξεχάσω ποτέ. Τα κόκκινα μάτια του με είχαν κοίτάξει ακτινοβολώντας μια παγωμένη φλόγα που διαπέρασε το μυαλό μου, έκοψε την ανάσα μου κι έκανε τα πόδια μου να τρέμουν, ραντίζοντας ολόγυρα τα ούρα μου, που έτρεχαν στη γούνα ως κάτω στις οπλές μου. “Στο Θυμάρι έφτασε θίασος με ανθρώπους. Μάγους, ακροβάτες και χορευτές”, είπε κοιτώντας τη φωτιά. “Χρειαζόμαστε έλαιο λεβάντας, αλλιώς δε θα μας αφήσουν να περάσουμε, για να μη χαλάσουμε το θέαμα. Η μυρωδιά μας τους αναγουλιάζει. Όμως πρέπει οπωσδήποτε να διασχίσουμε το Θυμάρι, ο δρόμος μας περνά υποχρεωτικά από κει και δεν μπορούμε να χάσουμε τρεις μέρες περιμένοντας να φύγει ο θίασος.” Αναρωτήθηκα γιατί ανησυχεί. Οι ανθρώπινοι θίασοι πάντα πουλάνε αποσμητικό για κάθε τριχωτό πλάσμα. “Έχουν λίγο, μα το επιπλέον που χρειάζονται δε θα φτάσει ποτέ”, απάντησε. Τότε κατάλαβα πως του είχε μιλήσει η φωτιά ξανά. Τράβηξε ένα μισοκαμμένο μικρό κλαδί και με την καρβουνιασμένη άκρη έκανε ένα σχέδιο πάνω σε μια πλατιά πέτρα. Την τοποθέτησε πάνω σ' ένα βράχο και κούνησε τα χέρια του σαν να ζωγράφιζε σ' έναν φανταστικό καμβά, μουρμουρίζοντας ακατανόητα λόγια. Έμεινε να την κοιτά ακίνητος ώσπου με πήρε ο ύπνος.
-//-
Η Ξυγίδα είχε καθυστερήσει, πάλι. Περπατούσε γοργά στο κακοτράχαλο μονοπάτι κι η βαμβακερή κάπα της ανέμιζε στον αέρα που κατέβαζε το πυκνό μαύρο σύννεφο μπροστά της. Στην πλάτη της είχε δεμένο ένα σάκο από χοντρή καφέ λινάτσα. Σκεφτόταν πως αν βιαστεί, ίσα που θα προλάβει να φτάσει στο Θυμάρι πριν την έναρξη του θεάματος. 'Ήθελε να πιάσει πόστο έγκαιρα, πριν φτάσει πολύς κόσμος και πριν προλάβουν τα καλά σημεία οι άλλοι έμποροι. Όχι πως θα είχαν εμπόρευμα σαν το δικό της, αλλά όσο πιο κοντά στηθεί στο σταυροδρόμι, τόσο πιο γρήγορα θα ξεπουλήσει και θα έχει περισσότερο χρόνο για άραγμα και...
Μια εκτυφλωτική λάμψη κι ένας κρότος σαν κοσμικό μαστίγιο μούδιασαν τις αισθήσεις της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της να ξεθολώσουν ακούγοντας το τρίξιμο ενός δέντρου που σπάει. Ένας γδούπος ταρακούνησε τη γη και παφλασμός ακούστηκε απ' το ποτάμι που ήταν πιο μπροστά κρυμμένο πίσω απ' τα δέντρα. Η Ξυγίδα προχώρησε διστακτικά στο μονοπάτι. Η γέφυρα, το μόνο ασφαλές πέρασμα του ποταμού, είχε καταστραφεί απ' το κεραυνοβολημένο δέντρο. Στάθηκε να κοιτάζει το χάσμα, μασουλώντας νευρικά ένα κλαράκι ρίγανης. Σκέφτηκε πως δεν θα προλάβει να φτάσει έγκαιρα. Κατηγορούσε τον εαυτό της για τη μόνιμη αργοπορία της, όταν το νοητικό αυτομαστίγωμα διακόπηκε από τη γλυκιά μυρωδιά ώριμων σύκων. “Να και κάτι καλό” μουρμούρισε και ακολούθησε τη μυρωδιά.
-//-
Ο Ατίθασος ξύπνησε απ' τα βελάσματα και την έντονη μυρωδιά λεβάντας. Χωρίς να κουνηθεί μισάνοιξε τα μάτια του κι είδε το Γεροτράγο να μιλά με μια γίδα. Ανάμεσά τους ένας σάκος από λινάτσα. Ο Γεροτράγος κρατούσε στο ένα χέρι ένα φιαλίδιο και η γίδα έβαζε σύκα στο σάκο. Όταν γέμισε τον έκλεισε, σηκώθηκε, κουτούλησαν φιλικά τα κεφάλια τους κι η γίδα αναχώρησε προς νότο. “Σήκω Ατίθασε, έχουμε νέα πραμάτεια για πούλημα και θέλω να μας μείνει χρόνος και για το θέαμα”. Σηκώθηκα κι όπως σουλουπωνόμουν του ζήτησα όταν φτάσουμε στο Θυμάρι, να κάνουμε μια προσφορά στη Θεά, για την καλή μας τύχη. “Δεν ήταν τύχη” απάντησε ο Γεροτράγος, κοιτώντας με πονηρά. “Αλλά θα την τιμήσουμε, αφού το ζητάς νεαρέ”. Μαζέψαμε και κινήσαμε για το Θυμάρι.
Συνεχίζεται...
Comments